κατεργάζεται

κατεργάζεται
κατεργάζομαι
effect by labour
pres ind mp 3rd sg
κατεργάζομαι
effect by labour
pres ind mp 3rd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γναφέας — και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) [κνάφος] 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης 2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί αρχ. ονομασία ψαριού …   Dictionary of Greek

  • εριουργός — ο (Α ἐριουργός, όν) ως ουσ. ο τεχνίτης που κατεργάζεται έρια, ο εργάτης εριουργείου («ἠ ἱερὰ φυλή τῶν ἐριουργῶν», επιγρ.) νεοελλ. βιομήχανος ή εργάτης μάλλινων πλεκτών ή υφασμάτων αρχ. ως επίθ. αυτός που κατεργάζεται τα έρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(… …   Dictionary of Greek

  • PINNICUM seu PINNINUM — Graece Πιννικὸν seu Πίννινον, aliquando pro margarita, ut vidimus supra, in voce Pinna: nonnumquam pro lanugine, qua pinnae comant, quamque vellus marinum vocat Tertullian. de Pallio, c. 3. Graeci etiam πίννινον ἔριον et πιννικὸν dicunt. Unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίπος — ἶπος, ὁ και ἡ (Α, Μ ἶπος, τὸ) το κομμάτι τού ξύλου τής ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό αρχ. 1. οποιοδήποτε βάρος, φορτίο, καθετί που βαρύνει, που πιέζει 2. βάρος που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη χειρουργική 3. το πιεστήριο τού… …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντουργός — ο ο τεχνίτης που κατεργάζεται διαμάντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + εργὸς < έργον. ΠΑΡ. αδαμαντουργία] …   Dictionary of Greek

  • αιρηλάτης — ο αυτός που κατεργάζεται τον σίδηρο με την αίρα (= σφύρα), σφυρηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα + ελάτης < ελαύνω νεοελλ. λόγια λ. που πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • αλογόνωση — η Χημ. η χημική διαδικασία κατά την οποία κατεργάζεται ή ενώνεται μια ουσία με ένα αλογόνο (φθόριο, χλώριο, βρώμιο, ιώδιο ή αστάτιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλογόνα* + κατάλ. ωση*. Απόδοση στα Ελλληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. halogenation] …   Dictionary of Greek

  • αργυροχόος — ο (Α ἀργυροχόος) αυτός που λειώνει και κατεργάζεται τον άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + χόος < χέω «χύνω, λειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • βυρσοδέψης — ο (AM βυρσοδέψης) τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα νεοελλ. ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω»] …   Dictionary of Greek

  • γυψωτής — ο (Μ γυψωτής) [γυψώ] αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνεια νεοελλ. αυτός που κατεργάζεται τον γύψο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”